επίστρατος

επίστρατος
ο
1. επιστρατευμένος
2. αυτός που ανήκει σε στρατεύσιμη κλάση σε περίπτωση επιστράτευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στρατός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επίστρατος — ο 1. οέφεδρος που σε καιρό επιστράτευσης κλήθηκε στα όπλα, ο επιστρατευμένος. 2. αυτός που είναι δυνατό να επιστρατευθεί, που ανήκει σε στρατεύσιμη κλάση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιστρατώμαι — ἐπιστρατῶμαι, άομαι (Α) [επίστρατος] επιστρατεύω …   Dictionary of Greek

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”